- ὑπεδείχθη
- ὑποδείκνυμιshowaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσυμπάθητος — εὐσυμπάθητος, ον (Μ) 1. αυτός που συμπάσχει ψυχικά με κάποιον ο οποίος υποφέρει 2. εκείνος που εκφράζει συμπόνια («εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών») 3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐσυμπάθητον η ψυχική τάση για συμπόνοια, η διάθεση για συμπάθεια («πῶς ἂν… … Dictionary of Greek